Παγωμένος ώμος ή αλλιώς συμφυτική θυλακίτιδα του ώμου είναι μια επώδυνη κατάσταση κατά την οποία η κίνηση του ώμου περιορίζεται. Η κατάσταση αυτή είναι αποτέλεσμα φλεγμονής και οιδήματος της αρθρικής κάψουλας και των συνδέσμων της άρθρωσης του ώμου (1-4).
Η πάθηση ποικίλει σε σοβαρότητα από ήπιο πόνο ή/και μικρό περιορισμό της κίνησης έως σοβαρό πόνο ή/και σημαντικό περιορισμό της κίνησης. Βασικά χαρακτηριστικά αποτελούν η σταδιακή έναρξη της δυσκαμψίας του ώμου, ο έντονος πόνος ιδιαίτερα τη νύχτα και ο περιορισμός τόσο κατά το ενεργητικό όσο και κατά το παθητικό εύρος κίνησης της άρθρωσης. Η πάθηση οδηγεί σε σημαντική λειτουργική ανεπάρκεια του ώμου που διαρκεί περίπου ένα έως τρία χρόνια και τυπικά διακρίνεται στις παρακάτω τρεις αλληλοεπικαλυπτόμενες φάσεις (5).
Φάση 1: Επώδυνο στάδιο κατά το οποίο αρχίζει η προοδευτική δυσκαμψία του ώμου. Ο πόνος επιδεινώνεται με την κίνηση και μπορεί να χειροτερεύει τη νύχτα (διάρκεια 2-9 μήνες).
Φάση 2: Στάδιο δυσκαμψίας το οποίο χαρακτηρίζεται από προοδευτική μείωση του πόνου και σημαντικό περιορισμό του εύρους κίνησης (διάρκεια 4-12 μήνες).
Φάση 3: Στάδιο υποχώρησης των συμπτωμάτων και βελτίωση του εύρους κίνησης (διάρκεια 12-42 μήνες).
Ο παγωμένος ώμος περιγράφεται είτε ως πρωτοπαθής (ιδιοπαθής) όταν η αιτιολογία είναι άγνωστη ή ως δευτεροπαθής όταν συσχετίζεται με μια σειρά άλλων ιατρικών καταστάσεων και ιδιαιτέρως του διαβήτη. Για τα άτομα με διαβήτη η συχνότητα εμφάνισης κυμαίνεται μεταξύ 10% και 36%, τα οποία μάλιστα τείνουν να μην ανταποκρίνονται στη θεραπεία (5).
Παρά το γεγονός ότι η πάθηση φαίνεται να υποχωρεί κατά τη φάση 3 είναι πιθανό να μην υπάρξει πλήρης αποκατάσταση του προβλήματος σε όλους/-ες τους/τις ασθενείς. Η υποτροπή της πάθησης δεν αποτελεί σύνηθες φαινόμενο αλλά εκτιμάται ότι ο άλλος ώμος προσβάλλεται στο 6-17% των ασθενών μέσα στα επόμενα 5 χρόνια. Η πάθηση εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα ηλικίας 50-60 ετών και είναι ελαφρώς πιο συχνή στις γυναίκες σε σχέση τους άνδρες (6).
Διάγνωση
Η διάγνωση βασίζεται στην κλινική εξέταση και το ιατρικό ιστορικό. Ένα χαρακτηριστικό προειδοποιητικό σημάδι είναι ο περιορισμός της κίνησης του ώμου προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι εξετάσεις αίματος, οι ακτινογραφίες και ο διαγνωστικός υπέρηχος είναι συνήθως φυσιολογικά και δεν είναι απαραίτητα εκτός εάν το ιστορικό ή η φυσική εξέταση υποδηλώνουν την ανάγκη να αποκλειστούν άλλες παθολογίες.
Θεραπεία
Υπάρχει μια σειρά μεθόδων είτε χειρουργικές είτε μη χειρουργικές που αφορούν την αποκατάσταση του παγωμένου ώμου, ωστόσο δεν υπάρχει ομοφωνία για την καταλληλότερη θεραπεία.
Οι στόχοι της θεραπείας, που διαφοροποιούνται ανάλογα με το στάδιο της πάθησης, είναι η ανακούφιση του πόνου, η αύξηση της κίνησης του ώμου, η μείωση της διάρκειας των συμπτωμάτων και η επιστροφή στις συνηθισμένες δραστηριότητες του/της ασθενή/-ούς. Οι μέθοδοι θεραπείας περιλαμβάνουν:
Ιατρική - Φαρμακολογική αντιμετώπιση
Ο/η ειδικός/-ή ιατρός μπορεί να σας συμβουλεύσει σχετικά με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή που θα βοηθήσει κατά τη διάρκεια της οξείας φάσης των συμπτωμάτων.
Φυσικοθεραπεία
Η φυσικοθεραπεία στοχεύει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων του/της ασθενή/-ους, στην ανάκτηση του εύρους κίνησης της άρθρωσης και στην αποτροπή της περαιτέρω δυσκαμψίας. Στη βιβλιογραφία αναφέρονται αρκετές διαφορετικές μέθοδοι για την αντιμετώπιση της πάθησης (12-14), συμπεριλαμβανομένων των εξής:
Κατά τη θεραπεία του παγωμένου ώμου οι φυσικοθεραπευτές/-τριες ενημερώνουν λεπτομερώς τον/την ασθενή γύρω από την πάθησή του/της και ταυτόχρονα τον/την εκπαιδεύουν σχετικά με τη διαχείριση των συμπτωμάτων του/της. Οι οδηγίες περιλαμβάνουν τροποποίηση των καθημερινών δραστηριοτήτων στο σπίτι, στην εργασία και στις ψυχαγωγικές δραστηριότητες, ώστε αυτές να μην επιδεινώνουν τα συμπτώματα. Συμβουλές επίσης, που μπορεί να βοηθήσουν στην ανακούφιση του/της πάσχοντα/-ουσας, αφορούν την εκπαίδευση της σωστής στάσης του σώματος και των ανακουφιστικών θέσεων κατά τον ύπνο.
Τα φυσικά μέσα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της πάθησης περιλαμβάνουν θερμοθεραπεία, ηλεκτροθεραπεία (TENS), laser και θεραπευτικό υπέρηχο. Σε γενικές γραμμές, τα θεραπευτικά αποτελέσματα των παραπάνω παθητικών μέσων είναι η αναλγησία, ο μειωμένος μυϊκό σπασμός, η μειωμένη δυσκαμψία των αρθρώσεων και η προώθηση των διαδικασιών επούλωσης των ιστών.
Η θεραπευτική άσκηση προσφέρει σημαντικά οφέλη στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων του/της ασθενή/-ούς. Τα είδη των ασκήσεων διαφέρουν ανάλογα με το στάδιο της πάθησης. Έτσι μπορεί να στοχεύουν είτε στη μείωση του πόνου και τη διατήρηση της υγείας των ιστών γύρω από την άρθρωση είτε στην αποκατάσταση της λειτουργικότητας του ώμου, του εύρους και της ποιότητας της κίνησης.
Εξειδικευμένοι/-ες φυσικοθεραπευτές/-τριες χρησιμοποιούν ειδικές τεχνικές κινητοποίησης (manual therapy) της άρθρωσης και των γύρω ιστών, ανάλογα με το στάδιο της πάθησης (15,16). Έτσι υπάρχουν τεχνικές, οι οποίες δρουν αποτελεσματικά στη μείωση του πόνου κατά τα πρώτα στάδια της πάθησης και τεχνικές που συμβάλλουν στη διατήρηση ή βελτίωση του εύρους της κίνησης και της λειτουργικότητας του ώμου κατά τα επόμενα στάδια.
Ο βελονισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία του πόνου της πάθησης με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των ασθενών και τη βελτίωση της λειτουργικότητάς τους (17).
Οι παραπάνω παρεμβάσεις εφαρμόζονται ξεχωριστά ή σε συνδυασμό ανάλογα με το στάδιο της νόσου. Ο/η φυσικοθεραπευτής/-τρια είναι υπεύθυνος/-η για τις κατάλληλες μεθόδους που θα επιλέξει κατά τη θεραπεία ανάλογα με την κλινική εικόνα και τους στόχους που έχουν τεθεί με τον/την εκάστοτε ασθενή. Σε περίπτωση που τα συμπτώματα δεν υποχωρούν με τις συντηρητικές θεραπείες, η πάθηση μπορεί να αντιμετωπισθεί χειρουργικά (αρθροσκοπικά), σε συνδυασμό με φυσικοθεραπεία για βέλτιστα αποτελέσματα.
Αναφορές